- δεσματα
- δέσματατά1) узы, путы, оковы
(σιδήρεα Hom.)
2) головная повязка(ἀπὸ κρατὸς χέε δ. Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σιδήρεα Hom.)
(ἀπὸ κρατὸς χέε δ. Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δέσματα — δέσμα bond neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέσματ' — δέσματα , δέσμα bond neut nom/voc/acc pl δέσματι , δέσμα bond neut dat sg δέσματε , δέσμα bond neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέσμα — δέσμα, το (Α) [δω] (συνήθ. πληθ.) δέσματα α) τα δεσμά β) οι κεφαλόδεσμοι … Dictionary of Greek